κυλλοποδίων

κυλλοποδίων
κυλλο-ποδίων [ῑ], ονος, , ([etym.] πούς)
A club-footed, halting, epith. of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc.

κυλλοπόδῑον 21.331

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυλλοποδίων — κυλλοποδίων, ονος, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ τού πούς (πρβλ. γεν. ποδ ός) + κατάλ. ίων για εκφραστικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κυλλοποδίων — κυλλοποδί̱ων , Κυλλοποδίων club footed masc nom/voc sg κυλλοποδίων club footed masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυλλοποδίων — Κυλλοποδί̱ων , Κυλλοποδίων club footed masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλοποδίονα — κυλλοποδί̱ονα , Κυλλοποδίων club footed masc acc sg κυλλοποδίων club footed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλοποδίονος — κυλλοποδί̱ονος , Κυλλοποδίων club footed masc gen sg κυλλοποδίων club footed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλοπόδιον — κυλλοπόδῑον , Κυλλοποδίων club footed masc voc sg κυλλοποδίων club footed masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕФЕСТ —    • Ήφαιστος,          Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… …   Реальный словарь классических древностей

  • κυλλοπόδης — κυλλοπόδης, ὁ (Α) κυλλοποδίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πόδης (< πούς, ποδ ός), πρβλ. γοργό πόδης, μακρο πόδης) …   Dictionary of Greek

  • Κυλλοποδίονα — Κυλλοποδί̱ονα , Κυλλοποδίων club footed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυλλοποδίονος — Κυλλοποδί̱ονος , Κυλλοποδίων club footed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυλλοπόδιον — Κυλλοπόδῑον , Κυλλοποδίων club footed masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”